- πάχος
- πᾰχος1 thickness (δράκων)
ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει P. 4.245
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει P. 4.245
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πάχος — thickness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχος — το ους, πληθ. η και ητα 1. για ανθρώπους και ζώα, το λίπος, η παχυσαρκία: Τα πολλά πάχη κουράζουν την καρδιά. 2. η μικρότερη από τις τρεις διαστάσεις στερεού σώματος, αλλιώς χόντρος: Μήκος, ύψος, πάχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάχος — το, ΝΑ 1. (για στερεά σώματα) η μικρότερη από τις τρεις διαστάσεις τους, κν. το χόντρος 2. (για πρόσ. και ζώα) α) (γενικά) η συνολική μάζα τού σώματος β) παχυσαρκία, υπερβολικό βάρος τού σώματος 3. (για υγρά) χαρακτηρισμός τής ρευστότητας,… … Dictionary of Greek
πάχει — πάχος thickness neut nom/voc/acc dual (attic epic) πάχεϊ , πάχος thickness neut dat sg (epic ionic) πάχος thickness neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχη — πάχος thickness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πάχος thickness neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχέεσι — πάχος thickness neut dat pl (epic ionic) παχύς thick masc/neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχέεσσι — πάχος thickness neut dat pl (epic) παχύς thick masc/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχέων — πάχος thickness neut gen pl (epic doric ionic aeolic) παχύς thick masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) παχέω̆ν , παχύς thick masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχίων — πάχος thickness neut gen pl (doric) παχύς thick masc/neut gen pl (doric) παχύς thick masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχῶν — πάχος thickness neut gen pl (attic epic doric) παχύς thick masc/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχεα — πάχος thickness neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)